- αποφυτεια
- ἀποφυτείαἀπο-φῠτείαἥ пересадка
(τῶν φυτῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν φυτῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποφυτεία — ἀποφυτείᾱ , ἀποφυτεία propagation by slips fem nom/voc/acc dual ἀποφυτείᾱ , ἀποφυτεία propagation by slips fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυτείᾳ — ἀποφυτείᾱͅ , ἀποφυτεία propagation by slips fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφυτεία — ἀποφυτεία, η (Α) το να φυτεύει κανείς παραφυάδες ή κλάδους από άλλα φυτά … Dictionary of Greek
ἀποφυτείας — ἀποφυτείᾱς , ἀποφυτεία propagation by slips fem acc pl ἀποφυτείᾱς , ἀποφυτεία propagation by slips fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυτείαις — ἀποφυτεία propagation by slips fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)